βροντοχτύπημα
Смотреть что такое "βροντοχτύπημα" в других словарях:
βροντοχτύπημα — το 1. χτύπημα που συνοδεύεται από κρότο: Ακούστηκε βροντοχτύπημα επάνω στη βαριά εξώπορτα. 2. βαρύ πέσιμο: Έπεσε από τη σκάλα με βροντοχτύπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)